- εξερεθίζω
- εξερεθίζω, εξερέθισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξερεθίζω — (AM ἐξερεθίζω) [ερεθίζω] ερεθίζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
εξερεθίζω — εξερέθισα, εξερεθίστηκα, εξερεθισμένος, μτβ., ερεθίζω υπερβολικά, εξεγείρω, εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξερεθίζῃ — ἐξερεθίζω stimulate pres subj mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζει — ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζοντα — ἐξερεθίζω stimulate pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξερεθίζω stimulate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίσαι — ἐξερεθίζω stimulate aor inf act ἐξερεθίσαῑ , ἐξερεθίζω stimulate aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθιζόμενοι — ἐξερεθίζω stimulate pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθισθείς — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθισθέντες — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζειν — ἐξερεθίζω stimulate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)